κακοδιάθετος

κακοδιάθετος
-η, -ο
αυτός που έχει παροδική αδιαθεσία, αδιάθετος: Ο καθηγητής σήμερα ήταν κακοδιάθετος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοδιάθετος — η, ο αυτός που κατέχεται από κακοδιαθεσία, που έχει κακή διάθεση, ο αδιάθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + διάθετος (< διαθέτω), πρβλ. δυσκολο διάθετος, καλο διάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κακοδιαθετώ — έω είμαι κακοδιάθετος, κατέχομαι από κακοδιαθεσία, αδιαθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αδιάθετος — η, ο (ΑΜ ἀδιάθετος, ον) 1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη 2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκη νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος 2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοδιαθεσία — η κακή διάθεση, αδιαθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Αθηναϊκόν Ημερολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • πονηρεύω — ΝΜΑ [πονηρός] μέσ. πονηρεύομαι α) ενεργώ πονηρά, συμπεριφέρομαι με πανουργία, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα και δόλο για να εξαπατήσω β) κάνω πονηρές σκέψεις εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. ενεργ. α) κάνω κάποιον πονηρό («μην τό πονηρεύεις το παιδί») β)… …   Dictionary of Greek

  • ανήμπορος — η, ο κακοδιάθετος, άρρωστος: Ήταν ανήμπορος, γι αυτό δεν ήρθε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύσθυμος — η, ο κακοδιάθετος, άκεφος: Η ταλαιπωρία που πέρασε τον έκανε δύσθυμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαμπούνης, -α, -ικο — και ζαμπουνιάρης, α, ικο 1. αρρωστιάρης: Πάλι αρρώστησε ο ζαμπουνιάρης. 2. άρρωστος, κακοδιάθετος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”